- ἀνομοιοῖ
- ἀνομοιόωmake unlikepres ind mp 2nd sgἀνομοιόωmake unlikepres opt act 3rd sgἀνομοιόωmake unlikepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνόμοιοι — ἀνόμοιος unlike masc nom/voc pl ἀνόμοιος unlike masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Anomoeanism — In 4th century Christianity, the Anomœans, also known as Anomeans, Heterousians, Aetians, or Eunomians, were a sect of Arians who asserted that Jesus of Nazareth (the Son) was of a different nature and in no way like to that of God (the Father).… … Wikipedia
аѥтиане — АѤТИАН|Е (5*), Ъ с. мн. Сторонники одной из ересей ответвления арианства, связанной с именем Аетия: Аетиане. иже ѡ(т) аети˫а. киликиискааго. ди˫акона бывъша. ѡ(т) георги˫а ари˫аньскааго. еп(с)па александрьскааго. (!!!!Άετιανοί) КЕ XII, 259б; то… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανόμοιος — α, ο (AM ἀνόμοιος, ον) αυτός που δεν είναι όμοιος με κάτι ή κάποιον, διαφορετικός μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. η ανομοιότητα μσν. οἱ Ἀνόμοιοι Αρειανοί των άκρων, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Υιός δεν έχει καμιά ομοιότητα με τον Πατέρα … Dictionary of Greek
αφομοίωση — Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο. (Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του… … Dictionary of Greek
κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… … Dictionary of Greek
ομοιωτικός — ὁμοιωτικός, ή, όν (Α) [ομοιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιότητα ή στην ομοίωση 2. αυτός που μπορεί να καταστεί όμοιος 3. αυτός που κατασκευάζει κάτι όμοιο με κάτι άλλο, ζωγράφος ή αγαλματοποιός 4. αλληγορικός 5. μαθημ. ονομασία τών… … Dictionary of Greek
Αέτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγέτης χριστιανικής αίρεσης (; Κωνσταντινούπολη περ. 375 μ.Χ.). Σπούδασε θεολογία με αρειανούς δασκάλους στην Αντιόχεια και αριστοτελική φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Στη διαμάχη του 4ου αι. γύρω από την Αγία Τριάδα… … Dictionary of Greek
ԱՆՆՄԱՆ — (ի, իւ կամ աւ, ից.) NBH 1 0211 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ἁνόμοιος dissimilis, absimilis, dispar Որ չէ նման այլում. այլազան. տարբեր. զանազանեալ տեսլեամբ կամ որակաւ. ... *Աննման են այլոց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αμάλγαμα — το 1. κράμα υδράργυρου και κάποιου μετάλλου. 2. μείγμα από ανόμοια πρόσωπα ή πράγματα: Ήταν τόσο ανόμοιοι μεταξύ τους που δεν αποτελούσαν συντροφιά, αλλά αμάλγαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)